φωτόφοβος

φωτόφοβος
-η, -ο, Ν
1. αυτός που για παθολογικούς λόγους δεν ανέχεται το φως
2. φρ. «φωτόφοβος οργανισμός»
βιολ. οργανισμός που δεν ανέχεται ή αποφεύγει τον άπλετο φωτισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο)-* + -φοβος (< φόβος), πρβλ. υδρό-φοβος. Η λ. μαρτυρείται από το 1829 στον Αδ. Κοραή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φωτόφοβος — η, ο 1. αυτός που φοβάται το φως, που δεν το ανέχεται εξαιτίας κάποιας πάθησης (π.χ. μηνιγγίτιδας). 2. (ζωολ.), το ουδ. πληθ. ως ουσ., φωτόφοβα τάξη αρθρόποδων της οικογένειας των αραχνοειδών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φωτ(ο)- — α συνθετικό λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. φῶς, φωτός και δηλώνει ότι το σύνθ. έχει σχέση με το φως ή αναφέρεται σ αυτό. Το α συνθετικό φωτ(ο) γνώρισε μεγάλη επίδοση στη Νέα Ελληνική, όπου χρησιμοποιήθηκε για τον… …   Dictionary of Greek

  • φωτοφοβία — η, Ν ιατρ. τάση για προστασία τών ματιών από το φως, που εκδηλώνεται σε ορισμένα άτομα λόγω τής επώδυνης εντύπωσης που προκαλεί η επίδραση του. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. photophobia (< φωτόφοβος). Η λ. μαρτυρείται από το 1843 στον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”